- και
- και και κι1. σύνδ. συμπλεκτικός που ενώνει κατά παράταξη δύο λέξεις ή δύο φράσεις ή δύο προτάσεις: Ο Μανόλης με τα λόγια, χτίζει ανώγια και κατώγια.2. ως προσθετικός σύνδ. σημαίνει «επίσης»: Σημαίνει κι η Αγια-Σοφιά.3. ως επιδοτικός σημαίνει «ακόμη και»: Τρέμω και να το συλλογιστώ.4. ως εναντιωματικός σύνδ. σημαίνει «και όμως, αντίθετα»: Εγώ κλαίω και συ γελάς.5. ως αιτιολογικός σύνδ. σημαίνει «γιατί»: Μην κλαις και σου δίνω.6. ως χρονικός σύνδ. σημαίνει «όταν»: Δεν πρόφτασα να προχωρήσω και τον είδα.7. ως διαζευτικός σύνδ. σημαίνει «είτε»: Και να θέλεις και να μη θέλεις, θα γίνει.8. ως ειδικός σύνδ. ή βουλητικός σημαίνει «ότι, πως, που, να»: Θαρρείς και λέω ψέματα;
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.